- ευλαβώ
- εὐλαβῶ, -έω (Μ)μτγν. τ. ως ενεργ. τού εὐλαβοῡμαι*σέβομαι, τιμώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek